- ευκολύνω
- ευκολύνω, ευκόλυνα βλ. πίν. 48
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ευκολύνω — [εύκολος] 1. καθιστώ κάτι εύκολο 2. παρέχω ευκολίες, βοηθώ, διευκολύνω, ευχεραίνω 3. μέσ. ευκολύνομαι έχω την ευκολία, είμαι σε θέση, μπορώ («δεν ευκολύνομαι να σέ πληρώσω») … Dictionary of Greek
ευκολύνω — ευκόλυνα, ευκολύ(ν)θηκα 1. κάνω κάτι εύκολο, ομαλό: Αυτή η πρόταση ευκολύνει τα πράγματα. 2. μτφ., δίνω υλική βοήθεια, παρέχω τα μέσα για την αντιμετώπιση δυσκολίας: Θα ρωτήσω τον πατέρα, αν μπορεί να σε ευκολύνει. 3. το μέσ., ευκολύνομαι έχω τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διευκολύνω — 1. καθιστώ κάτι εύκολο 2. παρέχω τα μέσα ή δείχνω τον τρόπο για την ευκολότερη διεξαγωγή ενός έργου 3. βοηθώ κάποιον να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση προσφέροντάς του χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + ευκολύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον… … Dictionary of Greek
ευχεραίνω — [ευχερής] καθιστώ κάτι ευχερές, ευκολύνω («η νέα μέθοδος ευχεραίνει την εργασία») … Dictionary of Greek
εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… … Dictionary of Greek